πρασινοκίτρινος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ πράσινου και κίτρινου («πρασινοκίτρινα στάχια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].