προαίσθηση

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η / προαίσθησις, -ήσεως, ΝΑ προαισθάνομαι
η ενέργεια του προαισθάνομαι, το να αισθάνεται κανείς από πριν κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.