πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
προεισπράσσω, ΝΑ εισπράττωνεοελλ.εισπράττω χρηματικό ποσό πριν να γίνει απαιτητό («προεισέπραξε δύο μισθούς»)αρχ.εισπράττω χρήματα από οφειλέτη πριν από την καθορισμένη προθεσμία.