προκάμβιο
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
το, Ν
βοτ. το ένα από τα τρία στρώματα της μέσης μεριστωματικής ζώνης του πρωτογενούς μεριστώματος τών σπερματοφύτων, από το οποίο προκύπτουν τα αγωγά στοιχεία, αλλ. πλήρωμα.