προκάμβιο

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. το ένα από τα τρία στρώματα της μέσης μεριστωματικής ζώνης του πρωτογενούς μεριστώματος τών σπερματοφύτων, από το οποίο προκύπτουν τα αγωγά στοιχεία, αλλ. πλήρωμα.