προκλητικότητα
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
η, Ν
το να προκαλεί κανείς κάποιον, η ιδιότητα του προκλητικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προκλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. προκλητικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].