προκλητικότητα

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το να προκαλεί κανείς κάποιον, η ιδιότητα του προκλητικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προκλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. προκλητικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].