προμολών

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de προβλώσκω.

Russian (Dvoretsky)

προμολών: part. aor. 2 к προβλώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

προμολών: ἴδε προβλώσκω.

English (Autenrieth)

see προβλώσκω.

Greek Monotonic

προμολών: μτχ. αορ. βʹ του προβλώσκω.