προπαίδευση

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

η / προπαίδευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
προπαιδεύω
η προπαρασκευαστική παίδευση, η προπαιδεία.