προσέρω

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

French (Bailly abrégé)

seul. aux temps suiv. : f. προσερῶ, pf. προσείρηκα;
Pass. f. προσρηθήσομαι, ao. προσερρήθην, pf. προσείρημαι;
c. προσαγορεύω ou προσεῖπον :
1 adresser la parole à, acc. ; particul. saluer ; adorer une divinité;
2 appeler d'un nom : τινά, qqn.
Étymologie: πρός, ἔρω.

Russian (Dvoretsky)

προσέρω: (fut. προσερέω - стяж. προσερῶ, pf. προσείρηκα; pass.: fut. προσρηθήσομαι, aor. προσερρήθην, pf. προσείρημαι)
1 обращаться с речью, говорить (τινὰ ὕστατον Plat.): τοῖαί νιν προσεροῦσι φῆμαι Eur. таковы будут обращенные к ней речи; ἐς τὸ ἄδυτον τῆς θεοῦ π. Her. войти для молитвы в святилище богини;
2 звать или называть, именовать (τινά τινα и τί τι Plat.): τί προσεροῦμεν ὅνομα (τόδε); Plat. каким именем назовем мы это?