προσείρηκα

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

German (Pape)

[Seite 757] perf. zu προσερῶ, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. *προσέρω.

Russian (Dvoretsky)

προσείρηκα: pf. к * πρισέρω.