προσαρηρώς

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

French (Bailly abrégé)

v. προσάρω.

Russian (Dvoretsky)

προσαρηρώς: эп. part. pf. act. к προσαραρίσκω.