προσείδομαι

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Russian (Dvoretsky)

προσείδομαι: pass. к * προσείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσείδομαι gelijken op.