προσείδομαι
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Russian (Dvoretsky)
προσείδομαι: pass. к * προσείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσείδομαι gelijken op.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
προσείδομαι: pass. к * προσείδω.
προσείδομαι gelijken op.