προστυχιά

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

η, Ν πρόστυχος
1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια
2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές»).