Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
η, Ν πρόστυχος1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές»).