προστυχιά

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν πρόστυχος
1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια
2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές»).