προσωτάτω

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

French (Bailly abrégé)

Sp. de πρόσω.

Greek Monolingual

και πορρωτάτω Α
επίρρ. (υπερθ. τ.) βλ. πρόσω.