πρόσω
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
Ep., Ion., Pi., Trag. (but
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. πρόσσω; also πόρσω, Pi., Trag.; later Att. πόρρω Pl., X., Com., Oratt. (πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh.482): Th. never uses the word.—Regul. Comp. and Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. Comp. πόρσιον Pi.O.1.114: Sup. πόρσιστα Id.N.9.29. Adv.: (πρό).
A abs.:
I of place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, πρόσω ἄγειν, πρόσω φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib.615; πρόσω ἵεσθε 12.274, etc.; πρόσω πᾶς πέτεται 16.265; πρόσω κατέκυψε ib.611; πρόσω ἀΐξας 17.734; πρόσω τετραμμένος αἰεί ib.598; νέμεσθαι πρόσω Hdt.3.133; παραγγεῖλαι, πέμψαι πρόσω, A.Ag.294,853; βῆναι, ἕρπειν πρόσω, S.Tr.195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν = speak no further, Id.El.213 (lyr.); μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114: with Art., πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ πρόσω X.An.1.3.1; ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω Hdt.3.25.
II of Distance, far off, παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22; ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ' ἀποστατῶν A.Eu.65; ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3; πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R.432e; ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph.596; ἡ δέ γ' Εὔβοια . . παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu.212; εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt.356e; πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R.499c, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.); πάνυ πρόσω γενέσθαι X.Cyr.4.3.16; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ πρόσω, of a runner, Arist.Rh. 1361b24; οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN1149a11.
2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg.458b; οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp.176d.
3 in front, τὰ πρόσω μέρη Gal.16.680, cf. 15.141, 18(2).265.
III of time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω II; χρόνος . . ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55; of continuance, A. Eu.747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA581a26.
B c. gen.:
I of place, further into, πρόσω τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237; οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd.294e; πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b, cf. Grg.486a, Cra.410e, Ly.204b; πρόσω τέχνης a past master, Ar. V.192 (v. infr. ΙΙ); πρόσω πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39: also with Art., προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5; ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56; ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.
II of Distance, far from, οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13; οὐ πρόσω Σπάρτης πόλις E.Andr.733; στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg.800d, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph., πρόσω δικαίων A.Eu.414; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i.e. φύσει, Ar.V.192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1); πρόσω τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr.238d; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299; πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd.96e; πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16; πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240; πόρρω λίαν τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῆναι Id.7.77; πόρρω σαρκός very far (i.e. different) from, Arist.HA504b11, cf. Pl.R.581e: also followed by ἀπό, ἐξαναχωρέειν πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196; πάνυ πόρρω ἀπὸ τῆς θαλάσσης Antipho 5.27; ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.
III of time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.δ; ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44; διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp.217d; λίαν πόρρω ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt.310c; ἐκάθευδον μέχρι πρόσω τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19; βιότου πόρσω E.Alc.910 (lyr.); πρόσω ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap.38c; ὀψὲ καὶ πρόσω τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2.
2 οὐ πρόσω ἑπτὰ ἡμερέων not longer than... Hp.Epid.4.38.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
en avant;
A. adv.
I. avec idée de lieu;
1 en avant avec un verbe de mouv. ; τὸ πρόσω, m. sign.
2 au loin avec un verb. de mouv. ou de repos, mais impliquant l'idée d'un mouv. antér.
II. avec idée de temps en avant, càd dans l'avenir : ὁρᾶν πρόσσω καὶ ὀπίσσω IL voir dans l'avenir et dans le passé (v. ὀπίσω);
B. prép.
I. avec idée de lieu;
1 en avant dans, càd profondément dans : τοῦ ποταμοῦ XÉN en avant ou profondément dans le fleuve ; fig. πρόσω πάνυ τῆς πλεονεξίας XÉN très avant dans la voie de la cupidité ; ἐς τὸ πρόσω HDT en avant dans, à un haut degré, etc.
2 loin de : οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου HDT non loin de l'Hellespont ; avec ἀπὸ : πρόσω ἀπὸ τῆς πόλεως ISOCR loin de la ville;
II. avec idée de temps en avant dans : τῆς νυκτός HDT très avant dans la nuit;
Cp. προσωτέρω, Sp. προσωτάτω ou προσώτατα.
Étymologie: πρός, cf. πόρρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσω Ion. voor πόρρω.
German (Pape)
poet. πρόσσω, ion. und att. πόρσω und πόρρω (adv. zu πρό und πρός),
1 vom Raume, nach vorn zu, vorwärts, weiter vor; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι Il. 11.615; πρόσσω ἵεσθε, 12.274 und öfter; ἄγε, 18.388; πρόσω φέρε τόξα, Od. 21.369, und so bei andern Zeitwörtern der Bewegung; πέμπειν, Aesch. Ag. 827; βῆναι, Soph. Trach. 194; auch ἥβην ἕρπουσαν πρόσω, Trach. 544; τὰς ἐλπίδας ἀπέβαλον πρόσω, weit fort Eur. Ion 1453; – in der Ferne, fern, im Ggs. von ἐγγύς, Her. 3.133, 5.13, wie Aesch. Eum. 65, ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ' ἀποσταστῶν; und c. gen., πρόσω δικαίων, weitab vom Recht, Eum. 392, wie πρόσω πατρός Eur. Hec. 1158, Andr. 734; anders πρόσω τῆς νυκτός, weiter, tiefer in der Nacht. Her. 2.131, 4.8, 44; πρόσω τοῦ ποταμοῦ, weiter hinein in den Fluß; πρόσω τῆς πλεονεξίας, mehr im Vorteil, Xen. An. 4.3.28; Cyr. 1.6.39; vgl. πρόσω ἀρετῆς ἥκειν, Her. 7.237; aber οὐ πρόσω Ἑλλησπόντου ist = nicht weit vom Hellespont, 5.13, wie πρόσω τῶν πηγῶν, weitab von den Quellen, Xen. An. 3.2.22, vgl. Cyr. 2.4.17; Her. vrbdt auch πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων, weitab von der Last, 4.196, wie Xen. πρόσω ἀπὸ τοῦ τείχεος ἀπιέναι, Cyr. 5.4.49; πύργοι μὲν οἳ πόλιν στέγουσιν, ὡς ἀπ' ὀμμάτων πρόσω Soph. O.C. 15; πρόσω ἀπόντα, Eur. Hel. 943; mit dem Artikel, τὸ πρόσω, Her. 3.123, 7.30, 9.57; ἐς τὸ πρόσω 1.5, 3.25, 56, 77; und c. gen., ἐς τὸ πρόσω τοῦ μεγάθεος, vorwärts in der Größe od. Macht, 3.154; vgl. οὐκ ἔφασαν ἰέναι τοῦ πρόσω, Xen. An. 1.3.1. – Sp. auch = drüber hinaus, ἡβάσκει ὑπήνης πρόσω, Philostr. im. 2.7.
2 von der Zeit, vorwärts, in der Zukunft; πρόσσω καὶ ὀπίσω ὁρᾶν od. λεύσσειν, Il. 1.343, 3.109, 18.252, Od. 24.452; vgl. Plat. Crat. 438d.
Kompar. προσώτερος, adv. προσωτέρω, und superl. προσώτατος, adv. προσωτάτω; προσωτέρω εἰπεῖν, Her. 6.124 und öfter; ἔτι προσωτέρω, 8.111; τὸ προσωτέρω πλέειν, 3.45, 5.10, wie τὰ προσωτάτω, 4.43.
Russian (Dvoretsky)
πρόσω:
I эп.-ион. πρόσσω, дор. πόρσω adv. (compar. προσωτέρω, superl. προσωτάτω и προσώτατα) = πόρρω I.
II praep. cum gen. = πόρρω II.
English (Autenrieth)
forward, in the future, Il. 16.265, Il. 1.343.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α
επιρρ. (τοπ. με την έννοια της κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω ολοταχώς» — κέλευσμα του κυβερνήτη πλοίου προς τον μηχανικό για να τεθούν γρήγορα σε κίνηση οι μηχανές και να κινηθεί το σκάφος προς τα εμπρός με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα
β. «βῆναι πρόσω», Σοφ.)
αρχ.
1. τοπ. α) σε μεγάλη απόσταση («παπταίνει τὰ πόρσω», Πίνδ.)
β) πάρα πολύ μακριά
γ) κατά μέτωπο
δ) παραπέρα («μὴ πρόσω δὲ τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν», Ξεν)
2. χρον. α) στο μέλλον
β) στο εξής
γ) (με γεν.) φρ. i) «πρόσω τῆς νυκτός» — σε προχωρημένη ώρα της νύχτας
π) «πόρρω τοῦ βίου» — σε μεγάλη ηλικία
3. μτφ. σε μεγάλο βαθμό («εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆς ἀνήκοι», Ηρόδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόσ(σ)ω (< πρότ-jω) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό με επίθημα -tyō (πρβλ ὀπίσω, εἴσω). Ο τ. πόρσω / πόρρω κατά μία άποψη συνδέεται με το λατ. porrō και εντάσσεται στην οικογένεια τών πέρας, πείρω, πόρος. Κατ' άλλη όμως άποψη, που φαίνεται περισσότερο πιθανή, ο τ. πόρσω έχει σχηματιστεί από τον τ. πρόσω με μετάθεση του -ρ- (πρβλ. προτί: πορτί, τ. του πρός). Την τελευταία άποψη ενισχύει και η ταυτόσημη σημ. τών πρόσω και πόρσω.
Greek Monotonic
πρόσω: ποιητ. πρόσσω· Δωρ. και αρχ. Αττ. πόρσω· μεταγεν. Αττ. πόρρω· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. προσωτέρω, προσωτάτω, βλ. προσωτέρω· ποιητ. πόρσιον, πόρσιστα, σε Πίνδ. (πρό) ·Α. απόλ.:
I. λέγεται για τόπο, προς τα εμπρός, περαιτέρω, εις το εξής, σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ πόρσω φωνεῖν, μη μιλάς περισσότερο, στον ίδ.· μηκέτι πάπταινε πόρσιον, σε Πίνδ.· επίσης με άρθρο, πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω, σε Ηρόδ.· ἰέναι τοῦ πρόσω, σε Ξεν.
II. 1. λέγεται για απόσταση, μακριά από, πολύ μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Πίνδ.· ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς, σε Ευρ.
2. πάρα πολύ μακριά, σε Πλάτ.
III. λέγεται για χρόνο, μπροστά, στο μέλλον, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, βλ. ὀπίσω· στο εξής, από εδώ κι εμπρός, σε Αισχύλ.· ὡςπόρσιστα, όσο είναι δυνατόν αργά, σε Πίνδ.· ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης, αργά κατά πολύ, σε Αισχίν.Β. με γεν.:
I. 1. λέγεται για τόπο, πέραν, πρόσωτοῦ ποταμοῦ, σε Ξεν.· μεταφ., πρόσω ἀρετῆς ἀνήκειν, σε μεγάλο βαθμό αρετής, σε Ηρόδ.· πόρρω τῆς μοχθηρίας, σε μεγάλο βαθμό κακίας, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με άρθρο, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμᾶσθαι, τιμώμαι σε μεγάλο βαθμό λαμπρότητας, δηλ. εξαιρετικά, στον ίδ.
II. λέγεται για απόσταση, μακριά, σε απόσταση, οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου, στον ίδ.· μεταφ., πρόσω δικαίων, σε Αισχύλ.· πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι, σε Πλάτ.· επίσης ακολουθ. από πρόθ. ἀπό, πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τοῦ τείχους, σε Ξεν.
III. λέγεται για χρόνο, πρόσω τῆς νυκτός, αργά τη νύχτα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· μέχρι τῆς ἡμέρας, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσω: ποιητ. πρόσσω· Δωρ. καὶ ἀρχ. Ἀττ. πόρσω· νεώτερ. Ἀττ. πόρρω, ὡς παρὰ Λατ. porro· - Ὁ τύπος πρόσω εἶναι ὁ ἀρχαιότατος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. Ἡροδ., Πίνδ, καὶ ἐν τῇ ἀρχαιοτέρᾳ Ἀττικῇ· πρόσσω παρ’ Ὁμ. καὶ Αἰσχύλῳ· πόρσω παρὰ Πινδ., Σοφ., Εὐρ.· πόρρω παρὰ Πλάτωνι, Ξεν., τοῖς Κωμ. καὶ τοῖς Ρήτορσι· (πρόσω γραπτέον ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 737, καὶ πόρσω ἐν Εὐρ. Ρήσ. 482)· - Ὁ Θουκ. οὐδέποτε τῇ λέξει ταύτῃ ἐχρήσατο (διότι τὸ πρόσω, 4, 103, διορθοῦται εἰς πρὸ ἓω ἐξ Ἀντιγράφ). -- Ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ϋπερθ. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, ἴδε ἐν λέξ. προσωτέρω· - ποιητ. συγκρ. πόρσιον, Πίνδ. Ο. 1. 183· ὑπερθ. πόρσιστα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 69· πρβλ. καὶ προτέρω· ἐπίρρ.· (πρό). Α. ἀπολ.· Ι. ἐπὶ τόπου, καθόλου μετὰ τῆς ἐννοίας κινήσεως, πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐμπρός, περαιτέρω, πρόσω ἄγειν, φέρειν· Ἰλ. Σ. 338, Ὀδ. Ι. 542, κτλ.· δοῦρα... ὄρμενα πρόσσω Ἰλ. Λ. 572· ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι αὐτόθι 615· πρόσσω ἵεσθαι Μ. 274, κτλ.· πρόσω πᾶς πέτεται Π. 265· πρόσω κατέκυψε αὐτόθι 611· πρόσω ἀΐξας Ρ. 734· πρόσω τετραμμένοις ἀεὶ αὐτόθι 598· πρόσω νέμεσθαι Ἡρόδ. 3. 133· παραγγέλλειν, πέμπειν πρόσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 294, 853· βῆναι, ἕρπειν πρόσω Σοφ. Τρ. 195, 547· μὴ πόρσω φωνεῖν, μὴ φωνεῖν πλείονα, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 213· μηκέτι πάπταινε πόρσιον Πινδ, Ο. 1. 183· πόρρω ποι ἀποσκοπεῖσθαι Πλάτ. Πόλ. 432Ε· - ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Ἡρόδ. 7. 30, πρβλ. 9. 57· ὡσαύτως, ἰέναι τοῦ πρόσω Ξεν. Ἀν. 1. 3, 1· ἤιε ἀεὶ ἐς τὸ πρόσω Ἡρόδ. 3. 25. ΙΙ. ἐπὶ ἀποστάσεως, μακράν, πολὺ μακράν, εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, παπταίνειν τὰ πόρσω Πινδ. Π. 3. 39· ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ’ ἀποστατῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 65· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων, πρόσω Σοφ. Ο. Κ. 15· πρόσω λεύσσειν, βλέπειν εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 737· ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκὼς Εὐρ. Φοίν. 596 (ἔνθα ἴδε Valck.)· ἡ δέ γ’ Εὔβοια... παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ἀριστοφ. Νεφ. 212· εἴτ’ ἐγγύς, εἴτε πόρρω Πλάτ. Πρωτ. 356Ε· πόρρω που ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 499C. κτλ.· ἡ δὲ Φρύνη τὴν Χάρυβδιν ουχὶ πόρρω που ποιεῖ, δὲν ἀπέχει πολὺ αὐτῆς, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 18· πάνυ πρόσω γενέσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 3, 16· οἱ πόρρω βάρβαροι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 6· - ἴδε ἐν λέξ. προσωτέρω. 2) παρὰ πολὺ μακράν, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Πλάτ. Γοργ. 458Β· οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ’ ἂν πιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Συμν. 176D. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου ἐμπρός, εἰς τὸ μέλλον, οὐδέ τι οἶδε νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, «τουτέστιν, οὐκ οἶδε προσκοπῆσαι καὶ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἀπόβασιν τοῦ πράγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 343, ἀλλὰ κατά τινας τὸ πρόσσω δέον νὰ νοῆται ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, ἴδε τὴν λ. ὀπίσω: - ἀπὸ τοῦδε, εἰς τὸ ἑξῆς, εἰς τὸ μέλλον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 747, πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 68, Π. 3. 197· ὡς πόρσιστα, ὅσον εἶναι δυνατὸν ἀργά, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 69· ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης, κατὰ πολὺ παρελθούσης, Αἰσχίν. 70. 41· μέχρι πόρρω, ἕως ἀργά, Ἀριστ. πρόσω τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 4. Β. μετὰ γεν.· Ι. ἐπὶ τόπου, περαιτέρω, «παρέκει», πρόσω τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 28· πρβλ. εὐθὺς Β. Ι· - μεταφορ., προβήσεσθαι πόρρω τῆς μοχθηρίας, εἰς μέγαν βαθμὸν κακίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 30· πρόσω ἀρετῆς ἀνήκειν, εἰς μέγαν βαθμὸν ἀρετῆς, Ἡρόδ. 7. 237· οὕτω πόρρω σοφίας ἥκειν Πλάτ. Εὐθύδ. 294Ε· πόρρω σοφίας ἐλαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 4Β, πρβλ. Γοργ. 468Α, Κρατύλ. 410Ε, Λῦσ. 204Β· πρόσω πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· - ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 5· ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 3. 56· ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶμαι, τιμῶμαι εἰς μέγαν βαθμόν, αὐτόθι 154· τὰ σκέλη κινῶ πόρρω, δηλ. κάμνω μεγάλα βήματα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀποστάσεως, μακρὰν ἀπό..., οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου Ἡρόδ. 5. 13· οὐ πρόσω Σπάρτης πόλις Εὐρ. Ἀνδρ. 733· οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Πλάτ. Νόμ. 800C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 22, κτλ.· ὡσαύτως μεταφ., πρόσω δικαίων Αἰσχύλ. Εὐμ. 414· πρόσω τοῦ χειρίσματος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788· οὐ πόρρω τῶν διθυράμβων φθέγγεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 238D· πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων, πολὺ κατωτέρω, Δημ. 325. 21· πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Πλάτ. Φαίδων 96Ε· πόρρω τῶν πραγμάτων Ἰσοκρ. 44Α· πόρρω τοῦ διαφθείρειν ὁ αὐτ. πρόσω Ἀντιδ. § 240· πόρρω τέχνης, ἄνευ τέχνης, δηλ. φυσικῶς, Ἀριστοφ. Σφ. 192 (ἴδε Σχολ., ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: εἰς ὑψηλὸν βαθμόν..., ὡς ἐσημειώθη ἐν σημασίᾳ Ι)· τῆς ἡδονῆς οὐ πάνυ πόρρω Πλάτ. Πολ. 581Ε· πόρρω λίαν τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῆναι Ἰσοκρ. 155D· πρόσω σαρκός, πολὺ μακρὰν (δηλ. διαφόρως) ἀπό..., Ἀριστ. πρόσω τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11· - ὡσαύτως ἑπομένης τῆς προθ. ἀπό, πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων Ἡρόδ. 4. 196· πάνυ πόρρω ἀπό τινος Ἀντιφῶν 132. 37· ἀπὸ τοῦ τείχους Ξεν. Κύρ. 5. 4, 49· - ὡσαύτως, οὕτω πόρρω περὶ τοῦ δικαίου, τόσον μακρὰν τῶν περὶ δικαίου ἰδεῶν τινος, Πλάτ. Πολ. 344Α. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός, ὅτε προεχώρησεν ἡ νύξ, Ἡρόδ. 2. 121, 4· πρόσω τῆς νυκτὸς ἐλήλατο, ὁ αὐτ. 9. 44· διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Πλάτ. Συμπ. 217D· λίαν πρόσω ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310C· καθεύδει μέχρι πρόσω τῆς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 19· βιότου πόρσω Εὐρ. Ἄλκ. 910· πρόσω ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγὺς Πλάτ. Ἀπολ. 38C· ὀψὲ καὶ πρόσω τῆς ἡλικίας Πλουτ. Δημοσθ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσω· ἔμπροσθεν, πρὸ τούτου». - Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσω, ἔμπροσθεν» - καὶ «πρόσω ἀντὶ τοῦ ἀπωτέρω, εὐθεῖαν ἐδόκει ἐλαύνειν ὡς ἐπὶ Σελεύκειαν· εἶναι γὰρ οὐ πρόσω σφῶν τὴν Σελεύκειαν... καὶ αὖθις, εἶχε δὲ καὶ πεζοὺς οὐ πρόσω τῶν δισμυρίων, ἀντὶ τοῦ οὐ πλείους».
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: forward, onward, further etc. with the comp.form προσω-τέρω, -τάτω. Adv. πρόσω-θεν from far away (Ion. poet.), πρόσσοθεν (Ψ 533; after the other adv. in -οθεν; Schwyzer 628) (ep. ion. poet.).
Other forms: ep. also πρόσσω.
Origin: IE [Indo-European]/GR [815] *proti against
Etymology: Formation like ὀπίσ(σ)ω, so prob. as fixed instr. from *πρότι̯ω, with ti̯o-suffix from πρό, perhaps as thematic enlargement of πρότι; s. Schwyzer 500 and on μέτασσαι. After Lasso de la Vega Emer. 22. 93 from πρόσ-ω, like εἴσ-ω. -- Cf. πόρσω, πόρρω.
Middle Liddell
[πρό] poet. πόρσιον, πόρσιστα, Pind.]
A. absol.:
I. of place, forwards, onwards, further, Hom., etc.; μὴ πόρσω φωνεῖν to speak no further, Hom.; μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pind.:—also with the Art., πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.; ἰέναι τοῦ πρόσω Xen.
II. of Distance, far off, far away, Pind.; ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς Eur.
2. too far, Plat.
III. of time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. sub. ὀπίσω;— henceforth, hereafter, Aesch.; ὡς πόρσιστα as late as possible, Pind.; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.
B. c. gen.:
I. of place, forwards to, further into, πρόσω τοῦ ποταμοῦ Xen.:—metaph., πρόσω ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.; πόρρω τῆς μοχθηρίας far in wickedness, Xen., etc.:— also with the Art., προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.; ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμᾶσθαι to be honoured to a high point of greatness, i. e. very greatly, Hdt.
II. of Distance, far from, οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου Hdt.: metaph., πρόσω δικαίων Aesch.; πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Plat.; also foll. by ἀπό, πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.; ἀπὸ τοῦ τείχους Xen.
III. of time, πρόσω τῆς νυκτός far into the night, Hdt., Plat.; μέχρι πρόσω τῆς ἡμέρας Xen.
Frisk Etymology German
πρόσω: (ep. ion. poet.),
{prósō}
Forms: ep. auch πρόσσω,
Meaning: vorwärts, weiter, ferner usw. mit den Steigerungsformen προσωτέρω, -τάτω. Adv. πρόσωθεν von fern her (ion. poet.), πρόσσοθεν (Ψ 533; nach den übr. Adv. auf -οθεν; Schwyzer 628).
Etymology: Bildung wie ὀπίσ(σ)ω, somit wohl als erstarrter Instr. aus *πρότι̯ω, mit ti̯o-Suffix von πρό, eventuell als thematische Erweiterung von πρότι; s. Schwyzer 500 und zu μέτασσαι. Nach Lasso de la Vega Emer. 22. 93 aus πρόσω, wie εἴσω. — Vgl. πόρσω, πόρρω.
Page 2,602