προὔβαλον

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. de προβάλλω.

Greek Monotonic

προὔβᾰλον: προὔβην, αμτβ. αντί προ-έβαλον, προέβην.

Russian (Dvoretsky)

προὔβαλον: (= προέβαλον) стяж. aor. 2 к προβάλλω.