πτωχογενής

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που γεννήθηκε φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κακογενής, πρωτογενής].