πτωχοδεκάδες

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

αἱ, Μ
η παραχώρηση της δεκάτης για τους φτωχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + δεκάς, -άδος].