παραχώρηση

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source

Greek Monolingual

η / παραχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ παραχωρώ
1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον
2. η ανοχή του κακού εκ μέρους του Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία του ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση της σωτηρίας του (α. «κατά θείαν παραχώρησιν» — επειδή έτσι επέτρεψε ο Θεός να γίνει
β. «παραχωρήσεως Θεοῦ γενομένης καὶ ἰσχύουσιν καὶ μεταβάλλονται... οἱ δαίμονες», Ιω. Δαμασκ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) η υπέρ τρίτου αποξένωση του δικαιούχου από δικαίωμα ή δικαιώματα του
2. διεθν. δίκ. η παραχώρηση τμήματος χώρας σε άλλο κράτος, με συνθήκη εκούσια ή ως αποτέλεσμα άμεσου ή έμμεσου εξαναγκασμού
3. φρ. «παραχώρηση πλοίου»
(ναυτ. δίκ.) η απαλλαγή του πλοιοκτήτη από τις υποχρεώσεις του, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος και από τις αδικοπραξίες που επιχείρησαν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεση τών καθηκόντων τους
μσν.
διαγραφή χρεών
αρχ.
1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση
2. το να απομακρυνθεί, να αποσυρθεί κάποιος από περιοχή ή από αξίωμα.