πυκνογαμία

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να παντρεύεται κανείς συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -γαμία (< -γάμος < γάμος), πρβλ. πολυγαμία].