ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
-έω, Μκάνω κάτι πυκνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -ποιῶ].