πυροβολητής
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Greek Monolingual
ο, Ν
στρατιώτης ή ναύτης ασχολούμενος με τον χειρισμό πυροβόλου, κανονιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυροβοληταί, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].