πύθιος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

Greek Monolingual

-α, -ο / πύθιος, -ία, -ον, ΝΑ, κρητ. τ. αρσ. ποίτιος και πύτιος Α Πυθώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, τη χώρα γύρω από τους Δελφούς της Φωκίδας, δελφικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθία, στον Πύθιο Απόλλωνα ή στα Πύθια, πυθικός
3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πύθιοι
οι κάτοικοι τών Δελφών
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πύθιος, Ποίτιος, Πύτιος
προσωνυμία του Απόλλωνος