δελφικός Search Google

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δελφικός, -ή, -όν) Δελφοί
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η δελφική
ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια.