ρίβης

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

και ρήβης και ρίβος, ο, Ν
βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους τών φραγκοστάφυλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ribes < νεολατ. ribes < αραβ. rībās «ρήο»].