ρίζινος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

-η, -ον, Α ῥίζα
αυτός που προέρχεται από τη ρίζα του γνωστού με τη λόγια ονομασία φυτού ρουβία η βαφική.