ραιβόπους
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Greek Monolingual
-ουν, Ν
ιατρ. αυτός που πάσχει από ραιβοποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «στραβός, κυρτός» + πους. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].