ραχοκόκαλο

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ο σπόνδυλος
2. η σπονδυλική στήλη.