ρηξίφλοιος

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει σπασμένο φλοιό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ῥηξίφλοια
ῥήξαντα τὸν φλοῦν, οἷον κάρυα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + φλοιός.