ριζίς

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
(ποιητ. τ.) η ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θαμνίς)].