ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
-ίδος, ή, Α(ποιητ. τ.) η ρίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θαμνίς)].