ριζίς

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
(ποιητ. τ.) η ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θαμνίς)].