ριζοβόληση

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

η / ριζοβόλησις, -ήσεως, ΝΜ ριζοβολώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζοβολώ.