τἆλλα

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

German (Pape)

[Seite 1065] od. τἄλλα, zsgz. statt τὰ ἄλλα, Hom., am häufigsten bei den Att., auch als adv., in andrer Hinsicht, im Übrigen, sonst; über die Accentuation Wolf Anal. II p. 431.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὰ ἄλλα, v. ἄλλος.

Greek (Liddell-Scott)

τἆλλα: ἢ τἄλλα, κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἄλλα, (ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τεύχ. Ε΄, σ. 24), - τἀμά. ἀντὶ τὰ ἐμά.

English (Autenrieth)

see ἄλλος.

Greek Monolingual

Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἄλλα.

Greek Monotonic

τἆλλα: κράση αντί τὰ ἄλλα· τἆμά, αντί τὰ ἐμά.