ριπιφορίδες

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες παρασιτούν στις σφήκες και στις κατσαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγλ. rhipiphoridae (< ῥιπίς + -φόρος + κατάλ. -ίδες)].