ροδοστεφής

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ροδοστεφανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. κισσο-στεφής].