ρουσφέτι
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
και ροσφέτι, το, Ν
1. δωροδοκία
2. χαριστική παροχή εκ μέρους της κυβερνητικής ή άλλης εξουσίας, σε οπαδούς ή γνωστούς, με καταστρατήγηση συνήθως της νομοθεσίας και τών κανονισμών, αποτέλεσμα φανερής ή κρυφής συναλλαγής
3. οποιαδήποτε χαριστική παροχή ή εκδούλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rusvet].