καταστρατήγηση
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
η
1. επικράτηση με στρατηγικό τέχνασμα
2. μτφ. παραβίαση νόμου ή συμφωνίας ή συνθήκης κ.λπ. με δόλο ή με τέχνασμα, καταδολίευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστρατηγῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταστρατήγησις, μαρτυρείται από το 1877 στην εφημερίδα Στοά].