ρουχαλάκι

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

το, Ν ρούχο
1. μικρό ρούχο, μικρό ένδυμα («τα ρουχαλάκια του μωρού»)
2. φτωχικό ή αγαπημένο ένδυμα.