ρουχαλάκι

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

το, Ν ρούχο
1. μικρό ρούχο, μικρό ένδυμα («τα ρουχαλάκια του μωρού»)
2. φτωχικό ή αγαπημένο ένδυμα.