ρουχαλάκι

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

Greek Monolingual

το, Ν ρούχο
1. μικρό ρούχο, μικρό ένδυμα («τα ρουχαλάκια του μωρού»)
2. φτωχικό ή αγαπημένο ένδυμα.