ρουχισμός

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

ο, Ν
το σύνολο τών ρούχων, τών ενδυμάτων, ο ιματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρούχο < -ισμός].