ρουχισμός

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
το σύνολο τών ρούχων, τών ενδυμάτων, ο ιματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρούχο < -ισμός].