σέβερος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέβερος Medium diacritics: σέβερος Low diacritics: σέβερος Capitals: ΣΕΒΕΡΟΣ
Transliteration A: séberos Transliteration B: seberos Transliteration C: severos Beta Code: se/beros

English (LSJ)

εὐσεβής, δίκαιος, Hsch., cf. Theognost.Can.11.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ευσεβής, δίκαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σεβ- του σέβομαι με υγρό επίθημα (πρβλ. ὕδωρ: ὕδερος)].