σακοειδής
From LSJ
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
Greek Monolingual
-ές, Ν
όμοιος με σάκο, αυτός που έχει σχήμα σάκου, θυλακοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Σ. Δ. Βάλβη].