σακοειδής

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

-ές, Ν
όμοιος με σάκο, αυτός που έχει σχήμα σάκου, θυλακοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Σ. Δ. Βάλβη].