σαλιαρίζω

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

Ν σαλιάρης
1. μωρολογώ, λέω ανοησίες, φλυαρώ
2. μτφ. φλερτάρω κάποιον με ανόητο τρόπο, ερωτοτροπώ προκλητικά και σαχλά.