ερωτοτροπώ

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

-έω
μιλώ ή συμπεριφέρομαι ερωτικά σε κάποιο πρόσωπο, ζητώ να προκαλέσω με λόγια ή τρόπους την ερωτική συμπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτότροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίτση].