σαμπούκος
From LSJ
Greek Monolingual
και σαμβούκος, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καπριφολιίδες της τάξης διψακώδη και που περιλαμβάνει 20 είδη δένδρων και θάμνων από τα οποία το Sambucus nigra, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινώς γνωστό ως κουφοξυλιά, αφροξυλιά και ζαμπούκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sambuco, λατ. sambucus «είδος δέντρου» (βλ. και ζαμπούκος)].